-
1 ανασειω
поэт. ἀνασσείω1) встряхивать, потрясать(αἰγίδα Hes.; κόμας Eur.; φοινικίδας Lys.; τὸν τήβεννον Plut.)
τὰς χεῖρας ἀνέσεισαν Thuc. — они помахали руками;ἀ. βοήν Arph. — издать крик;τέν κατά τινος εἰσαγγελίαν ἀ. Dem. — угрожать привлечь кого-л. к судебной ответственности2) возбуждать, подстрекать, возмущать(τὰ πλήθη Diod.; τὸν λαόν NT.)
-
2 σώζω
σώζω ρ. μετβ.1) спасать, избавлять, освобождать:2) освобождать от уз греха: -
3 αποδεκατοω
v. l. ἀποδεκᾰτεύω1) платить десятинуἀ. τι NT. — платить десятину с чего-л.
2) взимать десятину, облагать десятиной(τὸν λαόν NT.)
-
4 συγκινεω
-
5 Ιησούς
Ιησούς οИисус Христос – Сын Божий, второе лицо Пресвятой Троицы, воплотившееся ради нашего спасения. Это имя было дано Иосифом Богомладенцу по указанию Божию:Этим.< евр. Yesuah краткая форма имени Yehosuah «Яхве (Сущий, Иегова) есть спасение». (Ματθ. 1, 21) και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν, αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών (Мф. 1, 21) — родит же Сына, и наречешь Ему имя Иисус, ибо Он спасет людей Своих от грехов их. см. Χριστός, Μεσσίας -
6 απολλυμι
(pf. 1 ἀπολώλεκα)1) губить, уничтожать(πόλιν Hom., Plut.; λαὸν Ἀχαιῶν Hom.)
ἀπολεῖς με Arph. — ты уморишь меня;οἱ ἀπολλύντες Soph. — убийцы2) терять, утрачивать(τινά Hom.; τέν ἀρχέν ὑπό τινος Xen.; ἔχειν τι καὴ μέ ἀπολωλεκέναι Plat.; τὸν καιρόν Plut.)
3) med. (с pf. 2 ἀπόλωλα и ppf. ἀπολώλειν) гибнуть, погибать, тж. пропадать(λυγρῷ ὀλέθρῳ Hom.; ὑπό τινος Her.)
ὕδωρ ἀπολέσκετ΄ ἀναβροχέν Hom. — вода, впитавшись, пропадала;ἀπόλωλα τὠφθαλμὼ δακρύων Arph. — я выплакал все глаза;βαρέως ἤνεγκεν τοῦ μὲν ἀπολωλότος, τοῦ δὲ ἀπολλυμένου Plut. — он был потрясен гибелью одного и смертельной опасностью для другого;ὅ ἀπολοῦμενος Arph., Luc. — пропащий человек, отъявленный негодяй -
7 ιπτομαι
1) поражать, карать(μέγα ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Hom.)
2) поражать, повреждать, ранить(τὸν μηρόν Theocr.)
См. также в других словарях:
ВОЗДВИЖЕНИЕ ЧЕСТНОГО И ЖИВОТВОРЯЩЕГО КРЕСТА ГОСПОДНЯ — [греч. ῾Η παγκόσμιος ὕψωσις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ Всемирное воздвижение Честного и Животворящего Креста; лат. Exaltatio S. Crucis Воздвижение св. Креста], один из главных христ. праздников в правосл. Церкви, входящий в число… … Православная энциклопедия
Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… … Wikipedia
Malamirovo Inscription — Malamirovo or Hambarli Inscription is a Bulgarian Greek inscription of around 813 AD, commemorating Bulgarian victories of Krum over the Byzantines, now preserved in the Varna Archaeological Museum. Contents 1 Text 1.1 Translation 2 See also … Wikipedia
Канеллопулос, Панайотис — Панайотис Канеллопулос греч. Παναγιώτης Κανελλόπουλος … Википедия
ΕΑΜ — (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία μίας οργάνωσης του είδους άρχισαν τον Μάιο του 1941 με την πρωτοβουλία πολιτικών… … Dictionary of Greek
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek
συγκινώ — συγκινῶ, έω, ΝΑ [κινῶ] ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τόν είδα») αρχ. 1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ) 2. ανακινώ,… … Dictionary of Greek
Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… … Dictionary of Greek
Μαρκεζίνης, Σπυρίδων — (Αθήνα 1909 – 2000). Νομικός, πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος και νομικός σύμβουλος του βασιλιά Γεώργιου Β’ (1936 46). Κατά τη… … Dictionary of Greek
Panagiotis Kanellopoulos — (Griechisch: Παναγιώτης Κανελλόπουλος) (* 13. Dezember 1902 in Patras; † 11. September 1986 in Athen) war ein griechischer Soziologe, Geschichtsphilosoph, Rechtswissenschaftler, Lyriker, Politiker und zweimaliger Ministerpräsident … Deutsch Wikipedia
отъмилованыи — (1*) прич. страд. прош. Лишенный милости: С тѣми вѣща мнѧху слышати б҃у к люде(м) ѹбо к симъ малымъ. разгнанымъ. и ѿмилованымъ и завистнымъ вопьющю исаiно идѣте враты моими. а реку цр҃квами. (τὸν λαὸν… τὸν ἀπὸ ἠλεημένου ζηλωτόν!) ГБ XIV, 124г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)